υποτάκτρια

υποτάκτρια
ἡ, Μ
(για μοναχή) αυτή που βρίσκεται υπό πνευματική καθοδήγηση ή που τηρεί ορισμένο κανόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτάσσω (πρβλ. ὑποτάκτης, ὑποτακτικός) + κατάλ. θηλ. -τρια (πρβλ. ποιή-τρια, σφάκ-τρια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”